ακαλοκάρδιστος

ακαλοκάρδιστος
-η, -ο
1. αυτός που δε γνώρισε ευτυχία στη ζωή του: Ήταν γέρος φτωχός και ακαλοκάρδιστος.
2. αυτός που δεν ικανοποιήθηκε στις επιθυμίες του: Τον συμπαθούσε, γι' αυτό δεν ήθελε να τον αφήσει ακαλοκάρδιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακαλοκάρδιστος — η, ο [καλοκαρδίζω] όποιος δεν είναι καλοκαρδισμένος, δεν έχει εύθυμη διάθεση, δεν έχει νιώσει χαρές, βασανισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”